- λυκόπερδον
- το дождевик (гриб)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέζις — εως, ἡ, Α είδος αμανίτη χωρίς στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου λ., που αναφέρεται σε ένα είδος μανιταριού (πρβλ. λατ. pezica), το οποίο πιθ. ταυτίζεται με το λυκόπερδον (< πέρδομαι). Η λ. πέζις συνδέεται πιθ. με … Dictionary of Greek